τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
ἀμφίβλημα, το (Α) αμφιβάλλω1. είδος ενδύματος, μανδύας, επενδύτης2. περίφρακτος χώρος, στοά3. φρ. «πάνοπλα ἀμφιβλήματα», πανοπλία, πλήρης εξοπλισμός.