ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
ἀμφίκομος, -ον (Α)1. αυτός που έχει μαλλιά ολόγυρα2. αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -κομος < κόμη.