ανάγνωση

From LSJ

Greek Monolingual

η (Α ἀνάγνωσις)
1. απόδοση γραπτού κειμένου με προφορικό λόγο, διάβασμα
2. διάβασμα με δυνατή φωνή εμπρός σε ακροατήριο
νεοελλ.
1. κατανόηση της σημασίας συμβόλων (ιερογλυφικών κ.λπ.)
2. κείμενο για ανάγνωση
3. το μάθημα της ανάγνωσης
αρχ.
αναγνώριση, επαναφορά στη μνήμη προσώπου, πράγματος ή περιστάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγιγνώσκω.
ΠΑΡ. αναγνωστικός].