ανήκοος

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337

Greek Monolingual

ἀνήκοος, -ον (AM) ακούω
μσν.
1. αυτός που δεν άκουσε κάτι
2. αυτός που δεν έμαθε, δεν πληροφορήθηκε κάτι
3. ανυπάκουος
αρχ.
1. αυτός που δεν ακούει, κουφός
2. αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αγράμματος
3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκοον
ανυπακοή, απείθεια.