αναβάσιμος

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

Greek Monolingual

-η, -ο ανάβαση
αυτός επάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί κανείς.