αναβίβαστρο

Greek Monolingual

το
μηχάνημα με το οποίο ανυψώνεται ένα όχημα για επισκευή ή αντικατάσταση του τροχού του, γρύλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβιβάζω. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1847 από τον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή, ως απόδοση του γαλλ. chevrette
πρβλ. και αναβιβαστήρ(ας)].