αναβλέπω

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source

Greek Monolingual

ἀναβλέπω)
1. στρέφω το βλέμμα μου προς τα επάνω, κοιτάζω επάνω,
2. ανακτώ την όραση μου
αρχ.
ακμάζω πάλι, ξαναγεννιέμαι, αναζωογονούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βλέπω.
ΠΑΡ. ανάβλεμμα, ανάβλεψις].