αναγεννώ

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

(-άω) (Α ἀναγεννῶ)
1. ενεργ. ξαναγεννώ, ξαναδημιουργώ, παράγω εκ νέου
2. μεσ. αναζωογονούμαι, ανακτώ τις δυνάμεις μου
(Εκκλ.) αλλάζω τρόπο ζωής εφαρμόζοντας τη χριστιανική διδασκαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + γεννῶ.
ΠΑΡ. αναγέννησις
αρχ.-μσν.
ἀναγεννητικός
νεοελλ.
αναγεννητής].