ξαναγεννώ

From LSJ

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242

Greek Monolingual

-άω
1. αναγεννώ, δημιουργώ κάτι ή κάποιον εκ νέου
2. μέσ. ξαναγεννώμαι και ξαναγεννιέμαι και ξαναγεννιούμαι
α) γεννιέται για δεύτερη φορά
β. ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναγεννώμαι, αναζωογονούμαι
γ) μεταβάλλομαι ριζικά, γίνομαι εντελώς άλλος («μα σαν τον είχε στερευτεί περισσά ετυραννάτο κι όλη εξαναμαλάσσετο κι όλη εξαναγεννάτο», Ερωτόκρ.)
δ) (για τη φύση) καταστρέφομαι, ανατρέπομαι («μα όλα για μένα σφάλασι,... για μέ ξαναγεννήθηκεν η φύση τών πραμάτω», Ερωτόκρ.).