αναγνωριστικός
From LSJ
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἀναγνωριστίκος, -ή, -όν) ἀναγνωρίζω
αυτός που συντελεί στη αναγνώριση.
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
-ή, -ό (Μ ἀναγνωριστίκος, -ή, -όν) ἀναγνωρίζω
αυτός που συντελεί στη αναγνώριση.