αναδοχή
From LSJ
Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan
Greek Monolingual
η (Α ἀναδοχή) ἀναδέχομαι
1. αποδοχή υποχρεώσεων ή ευθύνης, παραδοχή, αναγνώριση
2. ανάληψη υποχρεώσεων
3. εγγύηση, ασφάλεια
αρχ.
σειρά, διαδοχή.