αναθάλλω
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Greek Monolingual
(Α ἀναθάλλω)
(για φυτά) θάλλω εκ νέου, ξαναβλαστάνω
νεοελλ.
1. αναζωογονούμαι, ξανανιώνω
2. αισθάνομαι χαρά, χαίρομαι
αρχ.
κάνω κάποιον ή κάτι να αναζωογονηθεί, να ακμάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θάλλω.