αναθάλλω
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
Greek Monolingual
(Α ἀναθάλλω)
(για φυτά) θάλλω εκ νέου, ξαναβλαστάνω
νεοελλ.
1. αναζωογονούμαι, ξανανιώνω
2. αισθάνομαι χαρά, χαίρομαι
αρχ.
κάνω κάποιον ή κάτι να αναζωογονηθεί, να ακμάσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θάλλω.