αναθαυμάζω

From LSJ

ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῦντά σε → I was pleased to hear you praising my father

Source

Greek Monolingual

ἀναθαυμάζω)
νεοελλ.
θαυμάζω πολύ, αποθαυμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θαυμάζω. Το αρχ. ἀναθαυμάζω είναι επιτ. του θαυμάζω.