αναισθησιακός
From LSJ
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
Greek Monolingual
-ή, -ό 1. ο σχετικός μέ την αναισθησία
2. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στην εφημερίδα Ακρόπολις].