αναισθησιακός
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
Greek Monolingual
-ή, -ό 1. ο σχετικός μέ την αναισθησία
2. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στην εφημερίδα Ακρόπολις].