αναισθητικός

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό αναίσθητος ή αναισθητώ
1. αυτός που προκαλεί σωματική αναισθησία
2. Ιατρ. το ουδ. ως ουσ. φαρμακευτική ουσία για την πρόκληση αναισθησίας.