ανακαθιστός

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό ανακαθίζω
1. ανακαθισμένος, πλαγιαστός με το κορμί όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. ως ουσ. ο ανακαθιστός
χορός με δύο χορευτές αντιμέτωπους που ανακαθίζουν.