ανακατανέμω

From LSJ

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source

Greek Monolingual

κατανέμω εκ νέου, ενεργώ ανακατανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + κατανέμω.
ΠΑΡ. ανακατανομή].