ανακούμπι

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source

Greek Monolingual

το
το αποκούμπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. αν-ακουμπώ (υποχωρητ.), κατά το σχήμα κυνηγώ - κυνήγι (πρβλ. αποκούμπι - απ-ακουμπώ)].