ανακούμπι
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
το
το αποκούμπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. αν-ακουμπώ (υποχωρητ.), κατά το σχήμα κυνηγώ - κυνήγι (πρβλ. αποκούμπι - απ-ακουμπώ)].