Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αποκούμπι

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370

Greek Monolingual

κ. ανακούμπι, το
1. το μέρος ή το σημείο όπου μπορεί κανείς ν' ακουμπήσει, να στηριχθεί
2. (για πρόσωπα) καταφύγιο, προστασία
3. (για κτήμα, χρήματα κ.λπ.) ενίσχυση, εξασφάλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκουμπώ, υποχωρητικά κατά το σχήμα κυνηγώ -κυνήγι].