αναμπάμπουλα

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267

Greek Monolingual

και αναμπούμπουλα και αλαμπάμπουλα επίρρ.
1. χωρίς τάξη, άτακτα, όπως τύχει
2. απερίσκεπτα
3. αμέριμνα, ατάραχα, ήρεμα
4. αντίξοα, «ανάποδα», άβολα
5. (για ανώμαλες καταστάσεις) φύρδην-μίγδην, άνω-κάτω
6. θορυβωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Το πρώτο συνθετ. της λ. είναι η πρόθ. ανα-, αλλά το δεύτερο είναι άγνωστο. Κατά τον Κοραή η λ. προέρχεται από το άλλα πάμπολλα, ενώ σύμφωνα με άλλη άποψη από το Βενετ. ala babala ή ala babula. Το τουρκ. anababola μάλλον από το ελλην.
ΠΑΡ. αναμπουμπούλα].