αναξιοπρέπεια

Greek Monolingual

η
έλλειψη αξιοπρέπειας, μικροπρέπεια, μικρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναξιοπρεπής. Η λ. μαρτυρείται από τον κληρικό και συγγραφέα Νεόφυτο Δούκα (1760-1845)].