αναπαραδιά

From LSJ

ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον → man is by nature a political animal

Source

Greek Monolingual

η
έλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- στερ. + παράδες, πληθ. του παράς].