αναπετάσω

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

αναπετάννυμι, ανοίγω διάπλατα, ξεδιπλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπέτασα, αόρ. του ἀναπετάννυμι.
ΠΑΡ. αναπέταση].