πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)
-ή, -όο σχετικός με την ανάρρωση, αυτός που βοηθά στην ανάρρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].