ανατομία

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

η
1. η τέχνη της ανατομής, η διενέργεια ανατομής
2. η ανατομική επιστήμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατομή (< ανατέμνω). Η λ. είναι αντιδάνειο, πρβλ. αγγλ. anatomy, σχηματίστηκε αναλογικά προς τα ον. σε -τομία και πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1738 από τον Λ. Πατούσα].