ανατρέψιμος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

-η, -ο
εκείνος που είναι δυνατόν να ανατραπεί, να ανασκευαστεί, να αναιρεθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατρέπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις].