ανδρακάς

From LSJ

Greek Monolingual

(I)
ἀνδρακάς επίρρ. (Α)
ανά άνδρα, ανά έκαστον άνδρα, στον καθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + (επιρρ, κατάλ.) -κας, η οποία πιθ. συνδέεται με την αρχ. ινδ. κατάλ, -sas (πρβλ. ēca-śas «καθ' ένα», dvi-śas «κατά ζεύγη» κ.ά.)].
(II)
ἀνδρακάς (-άδος), η (Α)
το μερίδιο που αντιστοιχεί σε κάθε άνδρα.