ανεκτός

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀνεκτός, -ή, -όν) ανέχω
εκείνος τον οποίο είναι δυνατόν να ανεχθεί κανείς, υποφερτός.