ανεμόπτερος

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

ἀνεμόπτερος, -ον (Μ)
εκείνος που τρέχει γρήγορα όπως ο άνεμος, γοργοκίνητος.