ανεξαρτησία

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Greek Monolingual

η
το να είναι κανείς ανεξάρτητος, αυτοτέλεια, ελευθερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεξάρτητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1761 στον λόγιο Ιώσηπο Μοισιόδακα].