ανεπιθύμητος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπιθύμητος, -ον)
νεοελλ.
1. ο μη επιθυμητός, ο δυσάρεστος
2. αυτός που δεν προκαλεί ερωτική επιθυμία
3. «ανεπιθύμητος» ή «πρόσωπο ανεπιθύμητο»
(λατ. persona non grata)
αντιπρόσωπος διπλωματικός, ο οποίος καλείται να εγκαταλείψει τη χώρα στην οποία υπηρετεί
αρχ.
αυτός που δεν έχει επιθυμίες.