ανεπιτυχής
From LSJ
τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past
Greek Monolingual
(Α ἀνεπιτυχής, -ές)
μη επιτυχής, άστοχος, ατυχής.
τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past
(Α ἀνεπιτυχής, -ές)
μη επιτυχής, άστοχος, ατυχής.