ἀνεπιτυχής
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
German (Pape)
[Seite 225] ές, nicht erlangend, Artemidor. 4, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιτῠχής: -ές, = ἀνεπίτευκτος, Ἀρτεμίδ. 4. 24.
Greek Monolingual
(Α ἀνεπιτυχής, -ές)
μη επιτυχής, άστοχος, ατυχής.