ανευλαβής

From LSJ

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source

Greek Monolingual

και ανεύλαβος, -η, -ο (AM ἀνευλαβής, -ές)
αυτός που δεν δείχνει ευλάβεια στα θεία, ασεβής.