ανθρακογραφία

From LSJ

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀνθρακογραφία)
νεοελλ.
ιχνογράφηση με ειδικόν άνθρακα των ζωγράφων, κάρβουνο
μσν.
πρόχειρο ιχνογράφημα, σχεδίαση περιγράμματος με άνθρακα.