ανθρακογραφία

Greek Monolingual

η (Μ ἀνθρακογραφία)
νεοελλ.
ιχνογράφηση με ειδικόν άνθρακα των ζωγράφων, κάρβουνο
μσν.
πρόχειρο ιχνογράφημα, σχεδίαση περιγράμματος με άνθρακα.