ιχνογράφημα

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source

Greek Monolingual

το
η παράσταση μιας μορφής ή ενός αντικειμένου με γραμμές, σχεδίασμα, σκίτσο, ζωγραφιά με μολύβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνογραφῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Λέοντα Μελά].