ανθρακοκαλύβη

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

η
απλό κτίσμα στο οποίο γίνεται η ανθράκευση όπου δεν μπορεί να γίνει στο ύπαιθρο.