ανθράκευση

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

η
1. η κατασκευή ξυλανθράκων
2. (για πλοία, ατμομηχανές) προμήθεια, εφοδιασμός με άνθρακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανθρακεύω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833), κατα το ύδρευση].