ανθρωπάριον
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
το (Α ἀνθρωπάριον) (υποκορ. του άνθρωπος)
1. μικρογραφία ανθρώπου, ανδρείκελο
2. μτφ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος (με μειωτική σημασία).