ανθρωπάριον

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

το (Α ἀνθρωπάριον) (υποκορ. του άνθρωπος)
1. μικρογραφία ανθρώπου, ανδρείκελο
2. μτφ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος (με μειωτική σημασία).