ανθρωπάκος
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
Greek Monolingual
κ. ανθρωπάκης, ο κ. ανθρωπάκι, το (υποκορ. του άνθρωπος)
1. μικρόσωμος άνθρωπος
2. μικρό ομοίωμα ανθρώπου
3. μτφ. άνθρωπος τιποτένιος, μικροπρεπής, ασήμαντος, δειλός
4. αγαθός, φιλήσυχος άνθρωπος.