ανθρωπάκος
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
Greek Monolingual
κ. ανθρωπάκης, ο κ. ανθρωπάκι, το (υποκορ. του άνθρωπος)
1. μικρόσωμος άνθρωπος
2. μικρό ομοίωμα ανθρώπου
3. μτφ. άνθρωπος τιποτένιος, μικροπρεπής, ασήμαντος, δειλός
4. αγαθός, φιλήσυχος άνθρωπος.