μικρογραφία
English (LSJ)
ἡ, writing with a short vowel, Eust.410.47.
German (Pape)
[Seite 184] ἡ, das Schreiben mit einem Omikron, Eust. 410, 47.
Greek Monolingual
η (Μ μικρογραφία)
νεοελλ.
1. ζωγραφική τέχνη η οποία αναπαριστά πρόσωπα ή αντικείμενα σε μικρές διαστάσεις
2. συνεκδ. έργο, αντικείμενο τέχνης μικρών διαστάσεων, το οποίο έχει εκτελεστεί με εξαιρετική λεπτότητα, αλλ. μινιατούρα
3. ζωγραφική παράσταση μικρών διαστάσεων που κοσμεί τις σελίδες χειρογράφου
4. γραφή με μικροσκοπικά γράμματα
5. φωτογράφηση ή έρευνα που γίνεται με μικροσκόπιο, σε αντιδιαστολή προς αυτήν που γίνεται με γυμνό οφθαλμό ή με απλό φακό
6. η τέχνη του μικρογράφου
μσν.
η γραφή με βραχύ φωνήεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -γραφία (< -γράφος < γράφω), πρβλ. αγγλ. micrography].