ανθρωπεύω

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ἀνθρωπεύομαι)
νεοελλ.
1. εξανθρωπίζομαι, μαθαίνω να συμπεριφέρομαι κόσμια, ευπρεπίζομαι, αποκτώ το ήθος και τους τρόπους πολιτισμένου ανθρώπου
2. (για πράγματα) συγυρίζομαι, εξωραΐζομαι
3. (μτβ.) κάνω κάποιον να είναι κόσμιος και ευπρεπής («τον ανθρώπεψε η γυναίκα του»)
αρχ.
ζω σαν άνθρωπος (σε αντιδιαστολή προς τους θεούς ή τα ζώα).