ανθρωπογράφος

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source

Greek Monolingual

ἀνθρωπογράφος, ο (Α)
ο ζωγράφος που κάνει προσωπογραφίες.