ἀνθρωπογράφος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, painter of men, Plin.HN35.113.
Spanish (DGE)
-ον pintor de hombres Plin.HN 35.113.
German (Pape)
[Seite 234] ὁ, Menschenmaler.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπογράφος: ὁ живописец-портретист Plin.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ζωγραφῶν ἀνθρώπους ἐν Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 35. 37.
Greek Monolingual
ἀνθρωπογράφος, ο (Α)
ο ζωγράφος που κάνει προσωπογραφίες.