ανθρωπογράφος
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
ἀνθρωπογράφος, ο (Α)
ο ζωγράφος που κάνει προσωπογραφίες.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
ἀνθρωπογράφος, ο (Α)
ο ζωγράφος που κάνει προσωπογραφίες.