ανθρωποπαθής

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

ἀνθρωποπαθής, -ές (Α)
αυτός που έχει αισθήματα ή πάθη ανθρώπου.